ταμείο

ταμείο
Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια του χρήματος που υπάρχει στο τ. και, ευρύτερα, χρήμα που είναι διαθέσιμο, ακόμα και όταν δεν διατηρείται αυτούσιο μέσα στο χρηματοκιβώτιο. Στις επιχειρήσεις παρακολουθείται η λεγόμενη κίνηση του τ., δηλαδή οι διαδοχικές αυξήσεις και μειώσεις των μετρητών με την τήρηση ειδικού λογιστικού βιβλίου, που ονομάζεται ακριβώς βιβλίο ταμείου, όπου γράφονται οι εισαγωγές και οι εξαγωγές χρήματος, κάθε στιγμή που γίνονται, σε άμεση συνάρτηση με τις εισπράξεις και τις πληρωμές. Η διαφορά των συνόλων των δύο σκελών (καθαρό) δίνει την ακριβή κατάσταση σε χρήμα μια ορισμένη στιγμή. Σε μερικές επιχειρήσεις οι γραμματείες έχουν στη διάθεσή τους ένα ποσό για τα μικρά έξοδα που μπορεί να κάνουν ξαφνικά, όπως π.χ. ταχυδρομικά, είδη γραφείου κλπ. Το ποσό αυτό ονομάζεται μικρό τ. και τροφοδοτείται από καταβολές που αντιστοιχούν με εξαγωγές από το κεντρικό ταμείο. Στις τράπεζες, εφόσον εκτός από τα μεταλλικά νομίσματα και τα τραπεζογραμμάτια υπάρχουν και διάφορα χαρτιά που αντιπροσωπεύουν χρήμα, όμοια με αυτό, αφού μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε χρήμα αμέσως, γίνεται διάκριση πλάι στο τ. μετρητών (χρήματος) και του τ. επιταγών (συνόλου της αξίας των πιστωτικών τίτλων, που έληξαν, αλλά δεν εισπράχθηκαν ακόμα) καθώς και του τ. συναλλαγματικών (συνόλου της αξίας των συναλλαγματικών που δόθηκαν στο τ. για είσπραξη) κλπ.
* * *
το / ταμεῑον, ΝΜΑ, και ταμιεῑον και ταμῑον και τάμιον Α [ταμιεύω]
ερμάρι ή κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται χρήματα, χρηματοκιβώτιο
νεοελλ.
1. συνεκδ. α) χώρος όπου γίνονται εισπράξεις ή πληρωμές, το γραφείο τού ταμία («το ταμείο τού θεάτρου»)
β) το χρηματικό ποσό που υπάρχει κάθε φορά στο ταμείο
2. υπηρεσία ή οργανισμός που έχει ως έργο να διενεργεί εισπράξεις ή πληρωμές
3. ασφαλιστικό ίδρυμα («μετοχικό ταμείο στρατού»)
4. μτφ. α) οικονομική διαχείρηση («η γυναίκα μου κρατάει το ταμείο τού σπιτιού»)
β) πρόσωπο που έχει ή κατέχει πολλά («ο άνθρωπος αυτός είναι ταμείο γνώσεων»)
5. φρ. α) «κάνω [ή κλείνω] ταμείο» — κάνω απολογισμό τών εισπράξεων και τών πληρωμών
β) «κρατώ το ταμείο» — έχω την οικονομική διαχείριση
γ) «βιβλίο ταμείου» — λογιστικό βιβλίο τών εμπόρων στο οποίο καταχωρίζονται οι ημερήσιες κινήσεις τού ταμείου
δ) «ασφαλιστικό ταμείο» ή «ταμείο ασφάλισης»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ίδρυμα ή οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτει συνταξιοδοτικά και υγειονομικά τους εργαζομένους οι οποίοι ανήκουν σε αυτό
ε) «δημόσιο ταμείο»
(νομ.) η αρμόδια για την είσπραξη τών δημόσιων εσόδων και την πληρωμή τών δημόσιων εξόδων υπηρεσία
στ) «επικουρικό ταμείο»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης που παρέχει επικουρική ασφάλιση, εκτός τής κύριας την οποία παρέχει ο κύριος φορέας ασφάλισης
ζ) «λιμενικά ταμεία» — νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διοικούμενα από λιμενική επιτροπή, τα οποία είναι αρμόδια για την κατασκευή και συντήρηση τών κρηπιδωμάτων τού λιμανιού, τών κυματοθραυστών, τών μώλων, τών εκβαθύνσεων, τού καθαρισμού κ.ά. έργων
η) «ταμείο παρακαταθηκών και δανείων»
(νομ.) νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που έχει σκοπό την παροχή δανείων και την αποδοχή χρηματικών ή αυτούσιων παρακαταθέσεων
θ) «ταμεία προνοίας»
(νομ.) νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία ασφαλίζουν επικουρικώς, βάσει επιτούτου εισφορών, εργατοϋπαλλήλους, υπαλλήλους τού δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ελεύθερους επαγγελματίες ασφαλισμένους ήδη σε ταμεία κύριας ασφάλισης
ι) «ταμείο τής Αγίας Γραφής»
(θεολ.-φιλολ.) ευρετήριο τών διαφόρων χωρίων τής Αγίας Γραφής
αρχ.
1. θησαυροφυλάκιο
2. αποθήκη («ταμιείῳ χρωμένων τῶν Ἀθηναίων τοῑς τείχεσι πολλὰ μὲν ἐμπόρων χρήματα καὶ σῑτος ἐνῆν», Θουκ.)
3. κατάστημα
4. δεξαμενή
5. δωμάτιο, κοιτώνας
6. μτφ. δοχείο, θήκη υποδοχής («γαστέρα... τὸ τῶν λογισμῶν ταμιεῑον ἐκάλεσεν», Θεοδώρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμείο — το 1. χρηματοκιβώτιο, κάσα: Άδειο ταμείο. 2. το γραφείο του ταμία, όπου γίνονται πληρωμές και εισπράξεις: Ταμείο θεάτρου. 3. απολογισμός εισπράξεων και πληρωμών, οικονομική διαχείριση: Κάνω ταμείο. – Η γυναίκα μου κρατάει το ταμείο του σπιτιού. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων — Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1918 και υπάγεται στην αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών αν και έχει ιδιαίτερη διοίκηση. To T.Π. και Δ. αποτελεί πιστωτικό οργανισμό που αποβλέπει σε 4 κυρίως στόχους. Οι στόχοι αυτοί είναι: 1. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Νομισματικό Ταμείο — (ΔΝΤ). Υπηρεσία του ΟΗΕ που συστάθηκε, μαζί με τη Διεθνή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (Παγκόσμια Τράπεζα), με απόφαση στο πλαίσιο της Νομισματικής και Χρηματοδοτικής Διάσκεψης του ΟΗΕτο 1944, στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ. Η έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • ταμιακός — και ταμειακός, ή, ό / ταμιακός και ταμειακός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμίας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες») 2. φρ. «ταμιακή μηχανή» καταγραφική και… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Μύρινα Λήμνου. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν ο ραδιοφωνικός σταθμός Λήμνου Η Φωνή της Εκκλησίας (FM 93), δύο βιβλιοθήκες (μητροπολιτικό μέγαρο και πνευματικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”